Το Αίμα
Το αίμα μας παράγεται στο μυελό των οστών ο οποίος βρίσκεται μέσα στα κόκκαλα και κυκλοφορεί σε όλο τον οργανισμό μέσα στις αρτηρίες και τις φλέβες, δηλαδή τα αγγεία. Στο αίμα υπάρχουν κύτταρα που είναι τα ερυθρά και τα λευκά αιμοσφαίρια και κομμάτια κυττάρων που είναι τα αιμοπετάλια.
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν την αιμοσφαιρίνη, η οποία μεταφέρει οξυγόνο. Όταν τα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι λίγα έχουμε αναιμία, ενώ αν είναι περισσότερα από το φυσιολογικό έχουμε ερυθροκυττάρωση ή πολυκυταραιμία.
Τα λευκά αιμοσφαίρια ανήκουν στο ανοσοποιητικό σύστημα και είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού. Όταν είναι λιγότερα από τα φυσιολογικά όρια έχουμε λευκοπενία, ενώ αν είναι περισσότερα, λευκοκυττάρωση.
Τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα συμμετέχουν στην πήξη του αίματος. Και αυτά παρουσιάζουν διαταραχές όπως θρομβοπενία (όταν είναι λιγότερα), θρομβοκυττάρωση (όταν είναι περισσότερα), αλλά και λειτουργικές διαταραχές που προδιαθέτουν σε αιμορραγία. Για παράδειγμα, σε άτομα που λαμβάνουν την «παιδική» ασπιρίνη για στεφανιαία νόσο τα αιμοπετάλια αδρανοποιούνται σε ένα βαθμό, πράγμα επιθυμητό για αποφυγή εμφράγματος.
Οι παθήσεις του αίματος είναι συνυφασμένες με τις παθήσεις του μυελού των οστών, γι’ αυτό και σε υποψία αιματολογικού νοσήματος, αν αυτό δε μπορεί να διαγνωστεί μόνο με τη μελέτη του περιφερικού αίματος, μερικές φορές χρειάζεται το λεγόμενο «μυελόγραμμα».
Η αιματολογία ασχολείται με την διάγνωση και θεραπεία ασθενών με καλοήθη ή κακοήθη νοσήματα του αίματος και του μυελού των οστών.
Ο αιματολόγος ασχολείται με τη διάγνωση, παρακολούθηση και θεραπεία νοσημάτων που εκδηλώνονται είτε με παθολογικά ευρήματα από τη γενική εξέταση αίματος είτε με συμπτώματα όπως η διόγκωση λεμφαδένων, η σπληνομεγαλία, η αιμορραγική διάθεση ή η θρόμβωση.
Οι αιματολογικές παθήσεις, ακόμα και οι νεοπλασίες, μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, αν διαγνωστούν εγκαίρως.
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση του ασθενούς αποτελούν τη βάση της αιματολογικής διερεύνησης.
Στην πλειοψηφία των ασθενών λαμβάνεται δείγμα τριχοειδικού αίματος, με απλό τρύπημα ενός δακτύλου του χεριού με μικρή βελόνα, ώστε να δημιουργηθεί μια μικρή σταγόνα αίματος. Στη συνέχεια γίνεται επίστρωση της σταγόνας σε πλακίδιο, και μετά από επεξεργασία με ειδικές χρωστικές, γίνεται αξιολόγηση του τύπου και της μορφολογίας των διάφορων κυττάρων του αίματος στο μικροσκόπιο. Με την εξέταση αυτή γίνεται διάγνωση των περισσότερων αιματολογικών παθήσεων.
Σε περίπτωση που απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, γίνεται παρακέντηση μυελού οστών, του οργάνου δηλαδή που παράγει τα κύτταρα του αίματος, για μυελόγραμμα. Πρόκειται για απλή εξέταση που γίνεται με τοπική αναισθησία με λήψη υλικού είτε από το στέρνο, είτε από το οστό της λεκάνης.
Στη διάγνωση των αιματολογικών παθήσεων βοηθούν ειδικές εξετάσεις που γίνονται στο μικροβιολογικό εργαστήριο και απεικονιστικός έλεγχος (ακτινογραφίες, υπερηχογραφήματα, αξονικές).
Μολονότι είναι καλά τεκμηριωμένο ότι η νόσος COVID-19 εκδηλώνεται κυρίως με λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι ασθενείς που έχουν νοσήσει πιο βαριά και χρήζουν νοσηλείας, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης, ιδιαίτερα οι ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας με συνυπάρχουσες παθήσεις.
είναι ο παθολόγος που έχει εξειδικευτεί στην διάγνωση, διαχείριση και αντιμετώπιση των αιματολογικών παθήσεων. Από την απλή αναιμία που μπορεί να οφείλεται σε έλλειψη διατροφικών παραγόντων, κληρονομικές παθήσεις (όπως η Μεσογειακή Αναιμία, η οικογενής σφαιροκυττάρωση), αυτοάνοσα νοσήματα, (ιδιοπαθής θρομβοπενική πορφύρα και άλλες αυτοάνοσες θρομβοπενίες ή αναιμίες), μέχρι τις νεοπλασίες του αίματος (οξείες και χρόνιες λευχαιμίες, λεμφώματα, πολλαπλό μυέλωμα, μυελοϋπερπλαστικά νεοπλάσματα, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα).
Ως θρόμβωση ορίζεται ο σχηματισμός ενός πήγματος αίματος μέσα σε ένα αγγείο (αρτηρία ή φλέβα), με αποτέλεσμα να εμποδίζεται η ροή του αίματος και η παθολογική κατάσταση που προκύπτει να εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία και τη ζωή του ασθενούς.
Εάν ο θρόμβος αναπτυχθεί σε αρτηρίες(αρτηριακή θρόμβωση), οδηγεί σε ισχαιμία του οργάνου, το οποίο αρδεύεται με αίμα από τις συγκεκριμένες αρτηρίες. Συνήθη επακόλουθα είναι έμφραγμα του μυοκαρδίου, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο και νέκρωση των άκρων.
Εάν ο θρόμβος αναπτυχθεί σε φλέβες, τότε δημιουργείται η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος, η οποία αποτελείται από δύο κλινικές οντότητες˙ την εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση, και την πνευμονική εμβολή. Η φλεβική θρομβοεμβολική νόσος είναι υπεύθυνη για έναν στους τέσσερις θανάτους παγκοσμίως.
Η εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση δεν κάνει διακρίσεις και εμφανίζεται σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, ή εθνικότητας. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες αυξημένου κινδύνου όπως παρατεταμένη νοσηλεία, μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις, παρατεταμένη ακινησία, υπερατλαντικά ταξίδια, κληρονομικές διαταραχές της πήξης του αίματος, αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, ηλικία μεγαλύτερη των 60 ετών, οικογενειακό ιστορικό θρόμβωσης, χρήση αντισυλληπτικών, λήψη ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης, χημειοθεραπεία, μυελοϋπερπλαστικά νοσήματα, παχυσαρκία, προηγούμενο ιστορικό εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης, παρουσία κεντρικών φλεβικών καθετήρων κύηση/λοχεία και κάπνισμα.
